-
1 τηλεγραφείο
[тилэграфио] οοσ. о. телеграф.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τηλεγραφείο
-
2 телеграф
телеграф м 1) (учреждение ) το τηλεγραφείο 2) (аппарат ) ο τηλέγραφος* * *м1) ( учреждение) το τηλεγραφείο2) ( аппарат) ο τηλέγραφος -
3 центральный
центральн||ыйприл в разн. знач. κεντρικός:\центральный комитет ἡ κεντρική ἐπιτροπή· \центральныйая улица ὁ κεντρικός δρόμος· \центральныйое отопление ἡ κεντρική θέρμανση· \центральныйая нервная система τό κεντρικό νευρικό σύστημα· \центральныйая телефонная станция τό τηλεφωνικό κέντρο· \центральный телеграф τό κεντρικό τηλεγραφείο· \центральныйая печать οἱ κεντρικές ἐφημερίδες. -
4 телеграф
-а α.1. τηλέγραφος (συσκευή).2. το τηλεγραφείο.3. πομπός ή δέκτης τηλεγραφημάτων.
См. также в других словарях:
τηλεγραφείο — το, Ν κτήριο τών υπηρεσιών αποστολής και λήψης τηλεγραφημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέγραφος. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεγραφεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek
τηλεγραφείο — το υπηρεσιακό κατάστημα που δέχεται και αποστέλλει τηλεγραφήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)