Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) το τηλεγραφείο 2) (

См. также в других словарях:

  • τηλεγραφείο — το, Ν κτήριο τών υπηρεσιών αποστολής και λήψης τηλεγραφημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέγραφος. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεγραφεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

  • τηλεγραφείο — το υπηρεσιακό κατάστημα που δέχεται και αποστέλλει τηλεγραφήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»